σκουντιά

σκουντιά
η, Ν [σκουντώ]
σπρώξιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκούντρα — η, Ν 1. βίαιη ώθηση, σπρώξιμο, σκουντιά 2. μτφ. δυσχέρεια, ξαφνικό εμπόδιο («μη αθετήσης αμέσως για μια σκούντρα το σκοπό που χες αποφασίσει», Σαίξπηρ, μετφρ. Θεοτόκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αραβ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”